Λίβυα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λίβυα | οι | Λίβυες |
γενική | της | Λίβυας | των | Λιβύων |
αιτιατική | τη | Λίβυα | τις | Λίβυες |
κλητική | Λίβυα | Λίβυες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λίβυα θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Λίβυος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Λιβύη
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Λίβυος