Λάπας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λάπας | οι | Λάπηδες & Λαπαίοι |
γενική | του | Λάπα | των | Λάπηδων & Λαπαίων |
αιτιατική | τον | Λάπα | τους | Λάπηδες & Λαπαίους |
κλητική | Λάπα | Λάπηδες & Λαπαίοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Γρίβας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λάπας < αλβανική lapë < πρωτοαλβανική *lapā-
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛάπας αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Λάπας στη Βικιπαίδεια