Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Λάκμος
      γενική τοῦ Λάκμου
      δοτική τῷ Λάκμ
    αιτιατική τὸν Λάκμον
     κλητική ! Λάκμε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λάκμος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λάκμος αρσενικό

  • (ελληνιστική κοινή) βουνό της Θεσσαλίας, άλλη μορφή του Λάκμων
    ※  Τὸν δ' Ἄωον Αἴαντα καλεῖ Ἑκαταῖος καί φησιν ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ τόπου τοῦ περὶ Λάκμον, μᾶλλον δὲ τοῦ αὐτοῦ μυχοῦ, τόν τε Ἴναχον ῥεῖν εἰς Ἄργος πρὸς νότον καὶ τὸν Αἴαντα πρὸς ἑσπέραν καὶ πρὸς τὸν Ἀδρίαν. (Στράβων, Γεωγραφικά, 7, 5, 8, 7–11)
    ※  <Λάκμων> ἄκρα τοῦ Πίνδου ὄρους, ἐξ ἧς ὁ Ἴναχος καὶ Αἴας ῥεῖ ποταμός, ὡς Ἑκαταῖος ἐν πρώτῳ· ἔστι δὲ παρώνυμον ὡς ἀπὸ τοῦ Λάκμος. (Αίλιος Ηρωδιανός, Περὶ καθολικῆς προσῳδίας, 3,1.32, 5–7)