Δείτε επίσης: κόρος, Κορός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κόρος οι Κόροι
      γενική του Κόρου των Κόρων
    αιτιατική τον Κόρο τους Κόρους
     κλητική Κόρε Κόροι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κόρος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κόρος αρσενικό (θηλυκό Κόρου)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία



→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κόρος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κόρος αρσενικό (θηλυκό Κόρα)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία