Δείτε επίσης: κόρος, Κορός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κόρος οι Κόροι
      γενική του Κόρου των Κόρων
    αιτιατική τον Κόρο τους Κόρους
     κλητική Κόρε Κόροι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κόρος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κόρος αρσενικό (θηλυκό Κόρου)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κόρος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κόρος αρσενικό (θηλυκό Κόρα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία