Κροκύλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κροκύλιο | ||
γενική | του | Κροκύλιου | ||
αιτιατική | το | Κροκύλιο | ||
κλητική | Κροκύλιο | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κροκύλιο < → δείτε τη λέξη Κροκύλειο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾoˈci.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κρο‐κύ‐λι‐ο
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κροκύλιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κροκύλιο
→ δείτε τη λέξη Κροκύλειο |