Κουτσουλιάνικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Κουτσουλιάνικα | ||
γενική | των | Κουτσουλιάνικων | ||
αιτιατική | τα | Κουτσουλιάνικα | ||
κλητική | Κουτσουλιάνικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κουτσουλιάνικα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.t͡suˈʎa.ni.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐τσου‐λιά‐νι‐κα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κουτσουλιάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κουτσουλιάνικα