Κουραδιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κουραδιάρης | οι | Κουραδιάρηδες |
γενική | του | Κουραδιάρη | των | Κουραδιάρηδων |
αιτιατική | τον | Κουραδιάρη | τους | Κουραδιάρηδες |
κλητική | Κουραδιάρη | Κουραδιάρηδες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κουραδιάρης < κουραδιάρης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚουραδιάρης αρσενικό
- χείμαρρος της Ελασσόνας (ο άλλος είναι ο Ελασσονίτης)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κουραδιάρης