• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Κουραδιάρης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : κουραδιάρης

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Κύριο όνομα
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κουραδιάρης οι Κουραδιάρηδες
      γενική του Κουραδιάρη των Κουραδιάρηδων
    αιτιατική τον Κουραδιάρη τους Κουραδιάρηδες
     κλητική Κουραδιάρη Κουραδιάρηδες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Κουραδιάρης < κουραδιάρης

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Κουραδιάρης αρσενικό

  • χείμαρρος της Ελασσόνας (ο άλλος είναι ο Ελασσονίτης)

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    Κουραδιάρης
  • αγγλικά : Kouradiaris (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Κουραδιάρης&oldid=5594749"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Σεπτεμβρίου 2022, στις 07:43
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Σεπτεμβρίου 2022, στις 07:43.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie