Δείτε επίσης: Κουμουντούρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κουμουνδούρος οι Κουμουνδούροι
      γενική του Κουμουνδούρου των Κουμουνδούρων
    αιτιατική τον Κουμουνδούρο τους Κουμουνδούρους
     κλητική Κουμουνδούρε Κουμουνδούροι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κουμουνδούρος < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ku.munˈðu.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κου‐μουν‐δού‐ρος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κουμουνδούρος αρσενικό (θηλυκό Κουμουνδούρου)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία