Κουκοβίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κουκοβίτσα | ||
γενική | της | Κουκοβίτσας | ||
αιτιατική | την | Κουκοβίτσα | ||
κλητική | Κουκοβίτσα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κουκοβίτσα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ku.koˈvi.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐κο‐βί‐τσα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚουκοβίτσα θηλυκό, μόνο στον ενικό