Κουβεϊτιανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚουβεϊτιανός αρσενικό (θηλυκό Κουβεϊτιανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Κουβέιτ ή έχει κουβεϊτιανή υπηκοότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κουβεϊτιανός