Δείτε επίσης: κορεάτισσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κορεάτισσα οι Κορεάτισσες
      γενική της Κορεάτισσας των Κορεατισσών
    αιτιατική την Κορεάτισσα τις Κορεάτισσες
     κλητική Κορεάτισσα Κορεάτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κορεάτισσα < Κορεάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κορεάτισσα θηλυκό (αρσενικό Κορεάτης)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κορεάτης