Δείτε επίσης: κορεάτισσα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κορεάτισσα οι Κορεάτισσες
      γενική της Κορεάτισσας των Κορεατισσών
    αιτιατική την Κορεάτισσα τις Κορεάτισσες
     κλητική Κορεάτισσα Κορεάτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κορεάτισσα < Κορεάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κορεάτισσα θηλυκό (αρσενικό Κορεάτης)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κορεάτης