Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κοραλλία οι Κοραλλίες
      γενική της Κοραλλίας
    αιτιατική την Κοραλλία τις Κοραλλίες
     κλητική Κοραλλία Κοραλλίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κοραλλία < κοράλλ(ι) + -ία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κοραλλία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία