Κοντοδήμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kon.doˈði.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐ντο‐δή‐μος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚοντοδήμος αρσενικό (θηλυκό Κοντοδήμου)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]