Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κονταράτος οι Κονταράτοι
      γενική του Κονταράτου των Κονταράτων
    αιτιατική τον Κονταράτο τους Κονταράτους
     κλητική Κονταράτε
& Κονταράτο
Κονταράτοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μαυροκορδάτος (κλίση: μούτσος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κονταράτος < μεσαιωνική ελληνική κονταράτος (μέλος στρατιωτικού σώματος που έφερε κοντάρι)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kon.daˈɾa.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κο‐ντα‐ρά‐τος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κονταράτος αρσενικό (θηλυκό Κονταράτου)

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος (2002), Κυθηραϊκά επώνυμα. Ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών.