Κονδυλιάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κονδυλιάς < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kon.ðiˈʎas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κον‐δυ‐λιάς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚονδυλιάς αρσενικό (θηλυκό Κονδυλιά)
Κονδυλιάς αρσενικό (θηλυκό Κονδυλιά)