Δείτε επίσης: κονγκολέζα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κονγκολέζα οι Κονγκολέζες
      γενική της Κονγκολέζας
    αιτιατική την Κονγκολέζα τις Κονγκολέζες
     κλητική Κονγκολέζα Κονγκολέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κονγκολέζα < Κονγκολέζος + (-έζα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Κονγκολέζα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία