Κονγκολέζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κονγκολέζα | οι | Κονγκολέζες |
γενική | της | Κονγκολέζας | — | |
αιτιατική | την | Κονγκολέζα | τις | Κονγκολέζες |
κλητική | Κονγκολέζα | Κονγκολέζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κονγκολέζα < Κονγκολέζος + -α (-έζα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
Κονγκολέζα θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Κονγκολέζος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κονγκολέζα
|