Κομποτάδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Κομποτάδες | ||
γενική | των | Κομποτάδων | ||
αιτιατική | τις | Κομποτάδες | ||
κλητική | Κομποτάδες | |||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κομποτάδες < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kom.boˈta.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐μπο‐τά‐δες
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚομποτάδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Κομποτάδες