Κοιλαράς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κοιλαράς < κοιλαράς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.laˈɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κοι‐λα‐ράς
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κοιλαράς αρσενικό (θηλυκό Κοιλαρά)
Δείτε επίσης : κοιλαράς |
Κοιλαράς αρσενικό (θηλυκό Κοιλαρά)