Κλεοπάτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Κλεοπάτωρ | οἱ | Κλεοπάτορες |
γενική | τοῦ | Κλεοπάτορος | τῶν | Κλεοπατόρων |
δοτική | τῷ | Κλεοπάτορῐ | τοῖς | Κλεοπάτορσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Κλεοπάτορᾰ | τοὺς | Κλεοπάτορᾰς |
κλητική ὦ! | Κλεοπάτορ | Κλεοπάτορες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κλεοπάτορε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Κλεοπατόροιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Συνήθως στον ενικό. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κλεοπάτωρ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚλεοπάτωρ αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press