Κηλικιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κηλικιώτης | οι | Κηλικιώτηδες |
γενική | του | Κηλικιώτη* | των | Κηλικιώτηδων |
αιτιατική | τον | Κηλικιώτη | τους | Κηλικιώτηδες |
κλητική | Κηλικιώτη | Κηλικιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κηλικιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κηλικιώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.liˈco.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κη‐λι‐κιώ‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚηλικιώτης αρσενικό (θηλυκό Κηλικιώτη ή Κηλικιώτου)