Κεχριές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Κεχριές | ||
γενική | των | Κεχριών | ||
αιτιατική | τις | Κεχριές | ||
κλητική | Κεχριές | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κεχριές < κεχρί• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ke.xɾiˈes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κε‐χρι‐ές
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚεχριές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Κεχριαί (καθαρεύουσα)