Κεμεντζές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κεμεντζές < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.menˈd͡zes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κε‐μεν‐τζές
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚεμεντζές αρσενικό (θηλυκό Κεμεντζέ)
Δείτε επίσης : κεμεντζές |
Κεμεντζές αρσενικό (θηλυκό Κεμεντζέ)