Καψάλας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καψάλας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈpsa.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ψά‐λας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαψάλας αρσενικό (θηλυκό Καψάλα)
Δείτε επίσης : Καψάλης, Καψαλάς |
Καψάλας αρσενικό (θηλυκό Καψάλα)