Κατηγορία:Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τάρταρος' (νέα ελληνικά)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
αρσενικό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τάρταρος | τα | τάρταρα |
γενική | του | ταρτάρου * | των | ταρτάρων |
αιτιατική | τον | τάρταρο | τα | τάρταρα |
κλητική | τάρταρε | τάρταρα | ||
Και προφορικό, του τάρταρου. | ||||
Κατηγορία όπως «τάρταρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πρότυπο για ουσιαστικά όπως το τάρταρος με ενικό αρσενικό, πληθυντικό ουδέτερο.
- ο τάρταρος, τα τάρταρα
για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'τάρταρος'}}
|