Τάρταρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Τάρταρα < τάρταρα
Κύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
αρσενικό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | Τάρταρος | τα | Τάρταρα |
γενική | του | Ταρτάρου * | των | Ταρτάρων |
αιτιατική | τον | Τάρταρο | τα | Τάρταρα |
κλητική | Τάρταρε | Τάρταρα | ||
Και προφορικό, του Τάρταρου. | ||||
Κατηγορία όπως «τάρταρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Τάρταρα ουδέτερο
- πληθυντικός αριθμός του Τάρταρος (γένους αρσενικού)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Τάρταρα < γενική ενικού του αρσενικού Τάρταρας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤάρταρα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΤάρταρα αρσενικό