τάρταρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
αρσενικό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τάρταρος | τα | τάρταρα |
γενική | του | ταρτάρου * | των | ταρτάρων |
αιτιατική | τον | τάρταρο | τα | τάρταρα |
κλητική | τάρταρε | τάρταρα | ||
Και προφορικό, του τάρταρου. | ||||
Κατηγορία όπως «τάρταρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τάρταρος < αρχαία ελληνική Τάρταρος (αρσενικό), με πληθυντικο τα Τάρταρα (ουδέτερο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατάρταρος αρσενικό
- συνηθίζεται στον πληθυντικό: τα τάρταρα
Πηγές
επεξεργασία- «Δ. Διπλόκλιτα», §§605-607 - Μανόλης Τριανταφυλλίδης (2018) Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1941, με διορθώσεις και επίμετρο - γραφή πολυτονική), σελ. 257-258.