Κατηγορία:Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'νύξ' (αρχαία ελληνικά)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
νῠκτ-
ονομαστική νύξ οἱ νύκτες
      γενική τοῦ νυκτός τῶν νυκτῶν
      δοτική τῷ νυκτῐ́ τοῖς νυξῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν νύκτ τοὺς νύκτᾰς
     κλητική ! νύξ νύκτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νύκτε
γεν-δοτ τοῖν  νυκτοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'νύξ' όπως «νύξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

3η κλίση - τριτόκλιτα οξύτονα αφωνόληκτα ουσιαστικά σε κτ-ς > , γενική -κτός

νύξ, τῆς νυκτός, αἱ νύκτες, τῶν νυκτῶν


Περισσότερα στο Παράρτημα

για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'γυψ'|χαρ=κτ}}
Για τα δίχρονα συμπληρώνουμε |δίχρ=β ή |δίχρ=μ ή |δίχρ=?

Σελίδες στην κατηγορία "Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'νύξ' (αρχαία ελληνικά)"

Αυτή η κατηγορία περιέχει μόνο την ακόλουθη σελίδα.