Καρσιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καρσιώτης | οι | Καρσιώτηδες |
γενική | του | Καρσιώτη* | των | Καρσιώτηδων |
αιτιατική | τον | Καρσιώτη | τους | Καρσιώτηδες |
κλητική | Καρσιώτη | Καρσιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Καρσιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καρσιώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /karˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καρ‐σιώ‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαρσιώτης αρσενικό (θηλυκό Καρσιώτη ή Καρσιώτου)