Καρπέτας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καρπέτας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaɾˈpe.tas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καρ‐πέ‐τας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καρπέτας αρσενικό (θηλυκό Καρπέτα)
Καρπέτας αρσενικό (θηλυκό Καρπέτα)