Καρβουνιάρικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Καρβουνιάρικα | ||
γενική | των | Καρβουνιάρικων | ||
αιτιατική | τα | Καρβουνιάρικα | ||
κλητική | Καρβουνιάρικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καρβουνιάρικα < πληθυντικός αριθμός του καρβουνιάρικο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaɾ.vuˈɲa.ɾi.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καρ‐βου‐νιά‐ρι‐κα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαρβουνιάρικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- παλαιά ονομασία περιοχής του Πειραιά στο νότιο χερσαίο τμήμα του λιμανιού
- ※ Φεύγει από το Παλατάκι / πάει στα Καρβουνιάρικα / λέει τραγούδια της αγάπης / λέει και αλανιάρικα. (Στα Καρβουνιάρικα, στίχοι-μουσική: Γιώργος Μητσάκης, εκτέλεση: Μιχάλης Βιολάρης, Καίτη Αμπάβη, 1974)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Καρβουνιάρικα