Καρβουνιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καρβουνιάρης < + -άρης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαρβουνιάρης αρσενικό (θηλυκό Καρβουνιάρη)
Δείτε επίσης : καρβουνιάρης |
Καρβουνιάρης αρσενικό (θηλυκό Καρβουνιάρη)