Καραμπέτσος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καραμπέτσος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ɾamˈbe.t͡sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρα‐μπέ‐τσος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καραμπέτσος αρσενικό (θηλυκό Καραμπέτσου)