Καραμέσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καραμέσιος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈme.sços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρα‐μέ‐σιος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαραμέσιος αρσενικό (θηλυκό Καραμέσιου)
Καραμέσιος αρσενικό (θηλυκό Καραμέσιου)