Καλαβώτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Καλαβώτης | οἱ | Καλαβῶται |
γενική | τοῦ | Καλαβώτου | τῶν | Καλαβωτῶν |
δοτική | τῷ | Καλαβώτῃ | τοῖς | Καλαβώταις |
αιτιατική | τὸν | Καλαβώτην | τοὺς | Καλαβώτᾱς |
κλητική ὦ! | Καλαβῶτᾰ | Καλαβῶται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Καλαβώτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Καλαβώταιν | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καλαβώτης < + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαλαβώτης αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- Καλαβώτης - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven