Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κένυα οι Κένυες
      γενική της Κένυας των (Κενυών)
    αιτιατική την Κένυα τις Κένυες
     κλητική Κένυα Κένυες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κένυα < αγγλική Kenya < πιθανόν από την ονομασία του όρους kere nyaga, που σημαίνει στην τοπική γλώσσα κικούγιου «λευκό βουνό»

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κένυα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία