Κέκροψ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Κέκροψ | οἱ | Κέκροπες |
γενική | τοῦ | Κέκροπος | τῶν | Κεκρόπων |
δοτική | τῷ | Κέκροπῐ | τοῖς | Κέκροψῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Κέκροπᾰ | τοὺς | Κέκροπᾰς |
κλητική ὦ! | Κέκροψ | Κέκροπες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κέκροπε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Κεκρόποιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κέκροψ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚέκροψ αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- (ελληνική μυθολογία) μυθικός βασιλιάς της αρχαίας Αθήνας
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Κέκροπας (Κέκροψ) στη Βικιπαίδεια , μυθικός βασιλιάς της αρχαίας Αθήνας
Πηγές
επεξεργασία- Κέκροψ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Κέκροψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.