Δείτε επίσης: Κέρκωψ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κέκροψ οἱ Κέκροπες
      γενική τοῦ Κέκροπος τῶν Κεκρόπων
      δοτική τῷ Κέκροπ τοῖς Κέκροψ(ν)
    αιτιατική τὸν Κέκροπ τοὺς Κέκροπᾰς
     κλητική ! Κέκροψ Κέκροπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κέκροπε
γεν-δοτ τοῖν  Κεκρόποιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κέκροψ < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κέκροψ αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) μυθικός βασιλιάς της αρχαίας Αθήνας

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία