Ινδιάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ινδιάνα | οι | Ινδιάνες |
γενική | της | Ινδιάνας | — | |
αιτιατική | την | Ινδιάνα | τις | Ινδιάνες |
κλητική | Ινδιάνα | Ινδιάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ινδιάνα < Ινδιάν(ος) + κατάληξη θηλυκού -α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΙνδιάνα θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Ινδιάνος
- γυναικείο όνομα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ινδιάνος
Ινδιάνα
|