Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ινδιάνα οι Ινδιάνες
      γενική της Ινδιάνας
    αιτιατική την Ινδιάνα τις Ινδιάνες
     κλητική Ινδιάνα Ινδιάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ινδιάνα < Ινδιάν(ος) + κατάληξη θηλυκού

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ινδιάνα θηλυκό

  1. (εθνικό όνομα) θηλυκό του Ινδιάνος
  2. γυναικείο όνομα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ινδιάνος