Θεοφάνεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Θεοφάνεια | ||
γενική | των | Θεοφανείων | ||
αιτιατική | τα | Θεοφάνεια | ||
κλητική | Θεοφάνεια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Θεοφάνεια < μεσαιωνική ελληνική Θεοφάνεια (ουδέτερο) < (ελληνιστική κοινή) θεοφάνεια (θηλυκό)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θe.oˈfa.ni.a/
Κύριο όνομα επεξεργασία
Θεοφάνεια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Θεοφάνεια
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Θεοφάνεια < (ελληνιστική κοινή) θεοφάνεια (θηλυκό)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Θεοφάνεια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (θρησκεία) άλλη γραφή του Θεοφάνια
- εὑρήκαμεν γὰρ ἀπὸ τούτου τοῦ †προπόσων ἕως ἑνδεκάτης Τυβὶ καὶ πρὸ ὀκτὼ εἰδῶν Ἰανουαρίων, ὅτε ἀληθῶς τὰ Θεοφάνεια ἐγένετο καὶ ἐγεννήθη, ἑπτὰ μηνῶν χρόνον κατὰ τὸν σεληνιακὸν δρόμον παρὰ ἡμέρας τέσσαρας. (Επιφάνιος Κωνσταντίας, Πανάριον (Adversus Haereses) (375 μ.Χ.), 2, 300, 10-15)