Δείτε επίσης: Θεοφάνια, θεοφάνεια, Θεοφανία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Θεοφάνεια
      γενική των Θεοφανείων
    αιτιατική τα Θεοφάνεια
     κλητική Θεοφάνεια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θεοφάνεια < μεσαιωνική ελληνική Θεοφάνεια (ουδέτερο) < (ελληνιστική κοινήθεοφάνεια (θηλυκό)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θe.oˈfa.ni.a/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θεοφάνεια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ Θεοφάνει
      γενική τῶν Θεοφανείων
      δοτική τοῖς Θεοφανείοις
    αιτιατική τὰ Θεοφάνει
     κλητική ! Θεοφάνει
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θεοφάνεια < (ελληνιστική κοινήθεοφάνεια (θηλυκό)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θεοφάνεια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό