Θεοδωρούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Θεοδωρούλα | οι | Θεοδωρούλες |
γενική | της | Θεοδωρούλας | — | |
αιτιατική | τη | Θεοδωρούλα | τις | Θεοδωρούλες |
κλητική | Θεοδωρούλα | Θεοδωρούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θe.o.ðoˈɾu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θε‐ο‐δω‐ρού‐λα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘεοδωρούλα θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.