Θεαγένης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Θεαγένης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Θεαγένης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘεαγένης αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Θεαγένης
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Θεαγένης < θε(ός) + -γενής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘεαγένης αρσενικό