Θαλάσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Θαλάσσω | οι | Θαλάσσες |
γενική | της | Θαλάσσως | των | Θαλάσσων |
αιτιατική | τη | Θαλάσσω | τις | Θαλάσσες |
κλητική | Θαλάσσω | Θαλάσσες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Θαλάσσω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θaˈla.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θα‐λάσ‐σω
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘαλάσσω θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.