Θέσπις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Θέσπις < αρχαία ελληνική Θέσπις
Κύριο όνομα επεξεργασία
Θέσπις αρσενικό
- (θέατρο) ο αρχαίος Έλληνας ο επινοητής της τραγωδίας
- εκφράσεις: άρμα του Θέσπιδος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Θέσπις | οἱ | Θέσπιδες |
γενική | τοῦ | Θέσπιδος | τῶν | Θεσπίδων |
δοτική | τῷ | Θέσπιδῐ | τοῖς | Θέσπισῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Θέσπιν | τοὺς | Θέσπιδᾰς |
κλητική ὦ! | Θέσπι | Θέσπιδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Θέσπιδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Θεσπίδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Θέσπις < αρσενικό ή θηλυκό θέσπις
Κύριο όνομα επεξεργασία
Θέσπις
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Θέσπις στη Βικιπαίδεια , μέσα 6ου αιώνα, ο δημιουργός της τραγωδίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
Θέσπις
|
Πηγές επεξεργασία
- Θέσπις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.