Δείτε επίσης: θέσπις

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Θέσπις αρσενικό



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Θέσπις οἱ Θέσπιδες
      γενική τοῦ Θέσπιδος τῶν Θεσπίδων
      δοτική τῷ Θέσπιδ τοῖς Θέσπισ(ν)
    αιτιατική τὸν Θέσπιν τοὺς Θέσπιδᾰς
     κλητική ! Θέσπι Θέσπιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Θέσπιδε
γεν-δοτ τοῖν  Θεσπίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Θέσπις < αρσενικό ή θηλυκό θέσπις

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Θέσπις

  1. γυναικείο όνομα
  2. ανδρικό όνομα
  3. (θέατρο) ο αρχαίος Έλληνας ο επινοητής της τραγωδίας

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία