Ζμύρνα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ζμύρνᾰ | αἱ | Ζμύρναι |
γενική | τῆς | Ζμύρνης | τῶν | Ζμυρνῶν |
δοτική | τῇ | Ζμύρνῃ | ταῖς | Ζμύρναις |
αιτιατική | τὴν | Ζμύρνᾰν | τὰς | Ζμύρνᾱς |
κλητική ὦ! | Ζμύρνᾰ | Ζμύρναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ζμύρνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ζμύρναιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ζμύρνα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖμύρνα θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Σμύρνα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Ζμύρνα - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven