↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ζμύρν αἱ Ζμύρναι
      γενική τῆς Ζμύρνης τῶν Ζμυρνῶν
      δοτική τῇ Ζμύρν ταῖς Ζμύρναις
    αιτιατική τὴν Ζμύρνᾰν τὰς Ζμύρνᾱς
     κλητική ! Ζμύρν Ζμύρναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ζμύρν
γεν-δοτ τοῖν  Ζμύρναιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ζμύρνα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ζμύρνα θηλυκό