ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Εἰρεσίδης οἱ Εἰρεσίδαι
      γενική τοῦ Εἰρεσίδου τῶν Εἰρεσιδῶν
      δοτική τῷ Εἰρεσίδ τοῖς Εἰρεσίδαις
    αιτιατική τὸν Εἰρεσίδην τοὺς Εἰρεσίδᾱς
     κλητική ! Εἰρεσίδη Εἰρεσίδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Εἰρεσίδ
γεν-δοτ τοῖν  Εἰρεσίδαιν
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Εἰρεσίδης αρσενικό