Ευκλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ευκλής | οι | Ευκλείς & Ευκλήδες ** |
γενική | του | Ευκλή & Ευκλέους * |
των | Ευκλέων & Ευκλήδων |
αιτιατική | τον | Ευκλή | τους | Ευκλείς & Ευκλήδες |
κλητική | Ευκλή | Ευκλείς & Ευκλήδες | ||
* Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών. ** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα. | ||||
Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ευκλής < αρχαία ελληνική Εὐκλῆς. Συγχρονικά αναλύεται σε ευ-+ -κλής
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕυκλής αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ευκλής
|