Εστιαία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Εστιαία | ||
γενική | της | Εστιαίας | ||
αιτιατική | την | Εστιαία | ||
κλητική | Εστιαία | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Εστιαία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἑστιαία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.stiˈe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐στι‐αί‐α
Κύριο όνομα επεξεργασία
Εστιαία θηλυκό, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Εστιαία στη Βικιπαίδεια