Ἑστιαία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἑστιαίᾱ | αἱ | Ἑστιαῖαι |
γενική | τῆς | Ἑστιαίᾱς | τῶν | Ἑστιαιῶν |
δοτική | τῇ | Ἑστιαίᾳ | ταῖς | Ἑστιαίαις |
αιτιατική | τὴν | Ἑστιαίᾱν | τὰς | Ἑστιαίᾱς |
κλητική ὦ! | Ἑστιαίᾱ | Ἑστιαῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἑστιαίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἑστιαίαιν | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἑστιαία < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἙστιαία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- Thomas Corsten 2010 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.A: Coastal Asia Minor. Pontos to Ionia, Oxford: Oxford University Press
- Ἑστιαία - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven