Ελικών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ελικών | οι | Ελικώνες |
γενική | του | Ελικώνος | των | Ελικώνων |
αιτιατική | τον | Ελικώνα | τους | Ελικώνες |
κλητική | Ελικών | Ελικώνες | ||
Συγκρίνετε με την κλίση του Ελικώνας. | ||||
Κατηγορία όπως «Αρμαγεδών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ελικών: → δείτε τη λέξη Ἑλικών
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕλικών αρσενικό
- (απαρχαιωμένο) μονοτονική γραφή του αρχαίου ελληνικού Ἑλικών: o Ελικώνας
- → χρειάζεται παράθεμα χρήσης και όχι αναφοράς στην κοινή νεοελληνική