Ελαιόπουλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ελαιόπουλος | οι | Ελαιόπουλοι & Ελαιοπουλαίοι1 |
γενική | του | Ελαιόπουλου & Ελαιοπούλου |
των | Ελαιόπουλων2 & Ελαιοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Ελαιόπουλο | τους | Ελαιόπουλους3 & Ελαιοπουλαίους |
κλητική | Ελαιόπουλε | Ελαιόπουλοι & Ελαιοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Ελαιοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Ελαιοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ελαιόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ελαιόπουλος αρσενικό (θηλυκό Ελαιοπούλου)