Ειρηνούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ειρηνούλα | οι | Ειρηνούλες |
γενική | της | Ειρηνούλας | — | |
αιτιατική | την | Ειρηνούλα | τις | Ειρηνούλες |
κλητική | Ειρηνούλα | Ειρηνούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ɾiˈnu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ει‐ρη‐νού‐λα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕιρηνούλα θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.